Ἀμαζών

Ἀμαζών
ᾰμᾰζών
1 Amazon v. supra.

Ἀμαζόνας εὐίππους O. 8.47

χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕσπετό οἱ (sc. Τελαμών.) N. 3.38 καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν (sc. Πηλεύς: v. l. Ἀμαζόνας. i. e. of Hippolyte, queen of the Amazons) fr. 172. 5. test., Paus. 7. 2. 6., οὐ μὴν πάντα γε τὰ ἐς τὴν θεὸν ἐπύθετο ἐμοὶ δοκεῖν Πίνδαρος, ὃς Ἀμαζόνας τὸ ἱερὸν (sc. τὸ ἐν Διδύμοις τοῦ Ἀπόλλωνος) ἔφη τοῦτο ἱδρύσασθαι στρατευομένας ἐπὶ Ἀθήνας τε καὶ Θησέα fr. 174.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀμαζών — the Amazons fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμαζών — (Αστρον.).Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 13,3, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 9,0. Ο αστεροειδής αυτός περιφέρεται σε 2.102,8 …   Dictionary of Greek

  • Ἀμαζόνα — Ἀμαζών the Amazons fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζόνας — Ἀμαζών the Amazons fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζόνες — Ἀμαζών the Amazons fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζόνι — Ἀμαζών the Amazons fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζόνος — Ἀμαζών the Amazons fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζόνων — Ἀμαζών the Amazons fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζόσι — Ἀμαζών the Amazons fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζόσιν — Ἀμαζών the Amazons fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”